- καθῆτ'
- καθῆται , κάθημαιto be seatedpres subj mid 3rd sgκαθῆτε , καθίημιlet fallaor subj act 2nd plκαθῆτε , καθίημιlet fallaor subj act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάθητ' — κάθηται , καθίημι let fall aor subj mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)